εμπορευματικός

εμπορευματικός
-ή, -ό
που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμπορευματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόρευμα 2. φρ. «εμπορευματική παραγωγή» η παραγωγή προϊόντων που δεν διατίθενται για προσωπική κατανάλωση αλλά για πώληση στην αγορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”